Μάνη Τα χωριά μας Ιστορία της οικογένειας Οικογενειακό δένδρο Φωτογραφικό αρχείο Ιστορικά - Ανέκδοτα - Διηγήσεις Guest book Επικοινωνία

Τα χωριά μας και η ιστορία τους

ΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ ΝΟΜΙΑ ΚΟΝΑΚΙΑ - ΣΤΡΟΤΖΑ (ΠΡΟΣΗΛΙΟ) ΠΥΛΟΣ ΣΚΥΦΙΑΝΙΚΑ ΚΑΡΥΟΥΠΟΛΗ - ΣΚΑΜΝΑΚΙ ΚΑΛΛΙΑΖΗ

Πύλος

            Η Πύλος είναι μια μικρή κωμόπολη με πληθυσμό γύρω στους 3.000 κατοίκους στην Νοτιοδυτική Πελοπόννησο. Είναι χτισμένη στον φυσικό κόλπο του Ναβαρίνου, που ορίζεται από την νήσο Σφακτηρία. Βρίσκεται σε απόσταση 52 χιλιομέτρων από την Καλαμάτα, την πρωτεύουσα της Μεσσηνίας.
            Η Πύλος έχει μια ιστορική παρουσία από τα προϊστορικά ακόμα χρόνια. Οι πρώτοι Μεσσήνιοι αποίκησαν την περιοχή περίπου το 3300-3100 π.Χ. και από κει και πέρα η περιοχή γνώρισε μεγάλη άνθηση και στα μυκηναϊκά χρόνια, όπως φαίνεται και από τα ανάκτορα του Νέστορα στον Εγκλιανό. Υπάρχουν αναφορές σε αυτήν στον Όμηρο και στον Θουκιδίδη καθώς και σε άλλους αρχαίους συγγραφείς. Σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τον Πύλο, γιο του Κλήσωνα. Στην αρχή ονομαζόταν Κορυφάσιο, παίρνοντας το όνομά της από το ομώνυμο ακρωτήριο.
            Κατά το 1287-1308 ο δυνάστης των Θηβών Νικόλαος Β' Σαιντομέρ την οχύρωσε με κάστρο. Κατελήφθη από την Εταιρεία των Ναβαρραίων περίπου το 1385, τους Ενετούς το 1417 και το 1500 έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Την κατέλαβαν ξανά οι Ενετοί το 1686 και πάλι οι Τούρκοι το 1715.
            Κατά την Επανάσταση του 1821 η Πύλος εξεγέρθηκε κάτω από την ηγεσία των Γεωργάκη και Νικολάου Οικονομίδη και με την βοήθεια σώματος Επτανησίων με τον Μερκάτη και Μανιατών με τον Πιεράκο Μαυρομιχάλη και μοίρα στόλου των Σπετσών ανάγκασαν τους Τούρκους του κάστρου να παραδώσουν το φρούριο (7 Αυγούστου 1821).
            Το 1825 ο Ιμπραήμ κατέλαβε το φρούριο και την πόλη και το κράτησε μέχρι την Ναυμαχία του Ναβαρίνου, όπου οι στόλοι των συμμάχων με ναυάρχους τους Χέυδεν, Κόδριγκτον και Δεριγνύ, κατατρόπωσαν τον τουρκοαιγυπιτακό στόλο με μηδαμινές απώλειες από μέρους τους.
(Πηγή κειμένου και φωτογραφιών: http://www.pylos.net)

 

           Ο πρώτος από την οικογένεια που μετανάστευσε στην Πύλο ήταν ο Γιώργης Πατσούρος (1800-1890) ο οποίος καταγόταν από τη Νόμια και εγκαταστάθηκε αρχικά στα Κονάκια περί το 1830, μια και η σύζυγός του καταγόταν από εκεί και είχε κτηματική περιουσία, κοντά στην Ιερή Μονή του Αγίου Γεωργίου.
           Ο Γιώργης λοιπόν αυτός μία μέρα, γύρω στο 1840, ενώ καλλιεργούσε τα κτήματά του με τη γυναίκα του, είχαν αφήσει το αρσενικό βρέφος τους μέσα σε «νιάκα» (μεγάλο ύφασμα στο οποίο οι γυναίκες έδεναν το μωρό και το κουβαλούσαν στην πλάτη τους) πάνω σ' ένα δέντρο. Σε μια ανάπαυλα, λοιπόν, της δουλειάς κοιτάζοντας προς το βρέφος είδαν με τρόμο ένα φίδι να γλύφει με τη γλώσσα του τα χείλη του μωρού τους, καθώς αυτά είχαν ακόμα το γάλα του θηλασμού και στα φίδια αρέσει αυτό. Τρομοκρατήθηκαν τόσο ώστε με δέος και πραγματική ψυχική πίστη παρακάλεσαν τον ¶η Γιώργη: «να φύγει το φίδι από το παιδί και να φύγουν και αυτοί από τα Κονάκια, αφήνοντας όλη την περιουσία τους στην εξουσία του Μοναστηριού».
           Ω! του θαύματος! Η παράκληση εισακούστηκε! Το ερπετό έφυγε αμέσως από το βρέφος και ο Γιώργης με τη γυναίκα του και το αγόρι τους, κρατώντας την υπόσχεσή τους προς τον προστάτη τους ¶η-Γιώργη, δώρισαν τα κτήματά τους στη Μονή και πήγαν στην Πύλο.
           Αυτός εκδικούμενος, διανοητικά όμως, τον παραλίγο εισβολέα της πατρίδας του Ιμπραήμ, κατέλαβε μεγάλο κτήμα στην περιοχή αυτή και στο οποίο είχε άλλοτε στρατοπεδεύσει και ονομαζόταν από τους ντόπιους «Μπραΐμη».
           Από αυτόν τον Γιώργη Πατσούρο κατάγονται οι περισσότεροι απόγονοι της γενεάς μας στην Πύλο.
           Στην Πύλο μετανάστευσε επίσης και ο Παναγιώτης ή Ποτής Πατσούρος (1858-1952) από την Νόμια, περί το 1870, και επονομάστηκε «Καούσης» για τον εξής λόγο: Στη Μάνη ο αδελφός ονομάζεται «καφός», το δε υποκοριστικό της λέξης είναι «καβούτσος» ή «καβούτσης» (Η λέξη προέρχεται από το «κάβος» ή «χοίνιξ» δηλαδή το μέτρο των δημητριακών καρπών και μεταφορικά προσδιορίζει αυτόν που παρέχει την τροφή, τη ζωή και τη δύναμη στο σπίτι, πράγμα που αντιστοιχεί στον άνδρα, σε αντίθεση προς τη γυναίκα όπως πίστευαν οι Μανιάτες.)
           Όταν λοιπόν ο Παναγιώτης πήγε στην Πύλο, κοντά στο συγγενή του Νικολάκη, γιο του Γιώργη από τα Κονάκια, αυτός τον φώναζε συνεχώς «καβούτση μου». Οι κάτοικοι της περιοχής παρέφθειραν τη λέξη και την έκαμαν «καούσης». Από αυτόν προέρχονται τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας στην Πύλο.
           Ο παππούς του Ποτή, Παναγιώτης Πατσούρος (1760-1825) είχε το παρατσούκλι «Γιατρακάκος», προσωνυμία που διατηρείται ακόμη και σήμερα στους απογόνους του.
           Η προσωνυμία αυτή προήλθε, όπως λέει η παράδοση, από το εξής: Αυτός ήταν πρακτικός γιατρός στη Μάνη αλλά και περιστασιακός πειρατής, όπως οι περισσότεροι Μανιάτες εκείνη την εποχή. Σε κάποιο πειρατικό του ταξίδι αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και κλείστηκε δέσμιος στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης.
           Ενώ λοιπόν ο «Γιατρακάκος» αυτός, βρισκόταν στη φυλακή, ο Σουλτάνος αρρώστησε από επιμόλυνση αποστήματος του μηρού. Οι έμπιστοί του θεράποντες γιατροί δεν μπόρεσαν να τον θεραπεύσουν. Κάλεσαν λοιπόν το Μανιάτη αυτόν, λόγω των γνώσεών του και «θεία συγκυρία» τον θεράπευσε. Σαν αμοιβή για τη θεραπεία του Σουλτάνου ζήτησε, -τι άλλο;- την ελευθερία του, το πολυτιμότερο αγαθό! Μεταφέρθηκε λοιπόν, με ειδικά ναυλωμένο τουρκικό πλοίο σε έρημη ακτή της Μάνης. Από εκεί ξαναγύρισε στο χωριό του όπου συνέχισε να εξασκεί το επάγγελμα του πρακτικού γιατρού, σκοτώθηκε όμως αργότερα με μπαμπεσιά από κάποιον εχθρό του και συγχωριανό του. Αυτός του είχε στήσει ενέδρα στην «κλιβανή» του πύργου του Πατσούρου, την μικρή δηλαδή τρύπα της κορυφής απ' όπου φεύγουν οι καπνοί της φωτιάς, μία νύχτα που ο «Γιατρακάκος» επέστρεφε στον πύργο του με τη συνοδεία «ξεβγαλτού».
           Το «Περί νόσων και τραυμάτων» πολύτιμο βιβλίο του κληρονόμησε και είχε μαζί του σα μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο ο εγγονός του και συνώνυμός του που πήγε στην Πύλο.